- ἐπιάλλομαι
- ἐπιάλλομαι, [dialect] Ep. for ἐφάλλομαι, [tense] aor. 2 part.A
ἐπιάλμενος Il.7.15
, Od.24.320.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιάλμενος Il.7.15
, Od.24.320.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιάλλομαι — ἐπιάλλομαι (Α) επικ. τ. τού ἐφάλλομαι … Dictionary of Greek